«Θα ήθελα να είμαι όπως οι φάλαινες […]» – Περί των έργων της σημερινής συναυλίας META-ΦYSICS vol. II
Περί των έργων της σημερινής συναυλίας META-ΦYSICS vol. II με τους Ναταλία Γεράκη (φλάουτο), Αλέξη Καραϊσκάκη-Νάστο (βιολοντσέλο) και Λευκή Καρποδίνη (πιάνο) ως λ-ensemble in trio
Leoš Janáček (1854 – 1928), Pohádka: Η ιστορία του τσάρου Berendyey (παραμύθι) JW 7/5 για βιολοντσέλο και πιάνο, 1923
Το «Pohádka» (παραμυθία) βασίζεται σε ένα επικό ποίημα του Ρώσου ποιητή Vasily Zhukovsky με τίτλο «Η ιστορία του τσάρου Berendyey», το οποίο πυροδότησε το ενδιαφέρον του Leoš Janáček για τον ρωσικό πολιτισμό. Με το έργο αυτό ο Τσέχος συνθέτης παρουσιάζει σκηνές από την ιστορία του πρίγκιπα Ιβάν που ερωτεύεται την όμορφη πριγκίπισσα Μαρία. Εμπόδιο στον έρωτά τους στέκεται όμως ο Βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, που είναι και ο πατέρας της πριγκίπισσας Μαρίας. Ο Janáček αποδίδει με τη μουσική του την ατμόσφαιρα του ονειρώδους, του μαγικού, που έρχεται σε αντίθεση με τις δυσκολίες που βίωνε την εποχή της σύνθεσης του κομματιού – ήταν μετά τον θάνατο της κόρης του Όλγας κι ενώ ακόμα αγωνιζόταν για αναγνώριση του έργου του. Το «Pohádka» πρωτοπαρουσιάστηκε το 1910, ενώ ο συνθέτης επεξεργάστηκε στη συνέχεια δύο ακόμα εκδοχές του. Η τελευταία εκδοχή, αυτή του 1923, είναι αυτή που συνήθως παίζεται σήμερα.
Xingzimin Pan (1986), Kaidan (ιστορία φαντασμάτων) Op.13 για φλάουτο και πιάνο, 2013 (Α‘ πανελλήνια εκτέλεση)
Ο νέος Κινέζος συνθέτης Xingzimin Pan έχει βραβευτεί σε πολλούς διεθνείς διαγωνισμούς σύνθεσης και έργα του – όπως τα αντιπροσωπευτικά «Poem I», «What Flowers Tell You», «Three Eternal Questions» – παίζονται παγκοσμίως λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές από τον τύπο και το κοινό. Ο Pan δίδαξε μουσική θεωρία στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Αϊόβα και στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα στις Η.Π.Α. Σήμερα είναι καθηγητής σύνθεσης στο South China Normal University. Στο έργο του «Kaidan» για φλάουτο και πιάνο πειραματίζεται με καινούργιες δυνατότητες παραγωγής ήχου και σημειογραφίας. Στα γιαπωνέζικα η λέξη «Kaidan» σημαίνει ιστορία τρόμου ή πνευμάτων. Το έργο δεν αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορία, αλλά προσπαθεί να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα και συναισθηματική κατάσταση που συνδέεται συνήθως με την αφήγηση τέτοιων ιστοριών. Για να το πετύχει αυτό χρησιμοποιεί ποικίλες τεχνικές τόσο στο φλάουτο όσο και στο πιάνο. Η μελωδία πηγάζει από ένα κινέζικο παραδοσιακό τραγούδι, το «Ku Qi Qi» (Εφτά Περίοδοι Θρήνου), που εδώ χρησιμοποιείται για να πενθήσει τους νεκρούς και να ημερέψει τα πνεύματά τους. Το κομμάτι έχει ερμηνευτεί και μελετηθεί από πολλούς μουσικούς παγκοσμίως.
Andrea Tarrodi (1981), Κρυσταλλίτες για σόλο πιάνο, 2012 (Α‘ πανελλήνια εκτέλεση)
Οι «Κρυσταλλίτες για σόλο πιάνο» ήταν ανάθεση της Σουηδικής Ραδιοφωνίας (Sveriges Radio P2). Γράφτηκε για τον πιανίστα Peter Friis Johansson. Οι κρυσταλλίτες είναι μικροί κρύσταλλοι, τόσο μικροί που τα χαρακτηριστικά τους δεν μπορούν να προσδιοριστούν ούτε με μικροσκόπιο. Σύμφωνα με την ίδια τη συνθέτρια, όταν έγραφε το κομμάτι, είχε στο μυαλό της κρυστάλλους χιονιού να πέφτουν. Με μια πρώτη ματιά αυτοί μοιάζουν να είναι όλοι ίδιοι, αλλά αν κάποιος μπορούσε να τους μεγεθύνει, θα παρατηρούσε πως ο καθένας έχει τη δική του δομή. Το κομμάτι έχει επίσης ένα είδος φθίνουσας μορφής. Ξεκινά στις πολύ ψηλές νότες του πιάνου και σταδιακά μεταφέρεται στις χαμηλές. Το κομμάτι ολοκληρώνεται με έναν μικρό επίλογο (coda)· μερικές περιστασιακές νιφάδες χιονιού ξέμειναν, κατεψυγμένες…
Μηνάς Μπορμπουδάκης (1974), Τρεις Διαλογισμοί για μελωδικό όργανο και πιάνο, 1998 (Α‘ παγκόσμια εκτέλεση στην εκδοχή για βιολοντσέλο και πιάνο)
Έμπνευση για το τριμερές αυτό έργο υπήρξε το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο τελευταίος πειρασμός». Πρόκειται για ένα από τα πρώτα έργα του Μπορμπουδάκη, που ως νεαρός συνθέτης, φοιτητής ακόμα, θέλησε να δοκιμάσει κάποια συγκεκριμένα «συνθετικά εργαλεία» (tools). Επικεντρώθηκε στη μελωδία και την εκφραστική δύναμή της, που με ασκητική διάθεση διαπερνά ολόκληρο το έργο, χωρίς σχεδόν καμία ανάπτυξη, κρατώντας όμως την ένταση και το βάρος όλου του έργου χωρίς περιττές νότες. Χωρίς περιττά λόγια. Στόχος του συνθέτη ήταν να αποδώσει την αυστηρότητα του ασκητικού χαρακτήρα, χωρίς να περιορίσει όμως τα ηχητικά χρώματα και τα ρυθμικά στοιχεία. Χαρακτηριστικό είναι το δεύτερο μέρος του έργου, όπου το βιολοντσέλο τραγουδά ελεύθερα κι αυτοσχεδιαστικά μέσα στο ηχείο του πιάνου, αποδίδοντας τη σκηνή, όπου ο Χριστός προχωρά μέσα στην έρημο διαλογιζόμενος, νομίζοντας πως τα βήματα του ακολουθούν δαίμονες. Ακούει όμως τον ίδιο του τον εαυτό (το πεντάλ του πιάνου παραμένει πιεσμένο καθ΄ όλη τη διάρκεια του μέρους, οπότε δημιουργείται η ηχώ της μελωδίας δίνοντας την αίσθηση της αντανάκλασης). Οι «Τρεις Διαλογισμοί» είναι γραμμένοι για οποιοδήποτε μελωδικό όργανο με συνοδεία πιάνου. Έχει ήδη ερμηνευτεί με βιολί, φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, σοπράνο σαξόφωνο, ακόμα και με φωνή, δίνοντας κάθε φορά ένα καινούργιο χρώμα στη λιτή αυτή σύνθεση.
George Crumb (1929), Vox Balaenae (φωνή της φάλαινας) για τρεις μασκοφόρους μουσικούς για φλάουτο, τσέλο και πιάνο, 1971
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 o Crumb έτυχε να ακούσει μια μαγνητοταινία στην οποία επιστήμονες της θάλασσας είχαν καταγράψει το τραγούδι της μεγάπτερης φάλαινας. Το άκουσμα συνεπήρε τον Crumb και τον ενέπνευσε να συνθέσει τη «Φωνή της Φάλαινας». Το έργο επικαλείται τα μυστήρια του βυθού που αποδίδονται μέσω δεξιοτεχνικών, σύγχρονων τεχνικών στα όργανα. Αποτελείται από οκτώ μέρη ομαδοποιημένα σε τρεις ενότητες. Η πρώτη (Vocalise… for the beginning of time) ανοίγει με ένα μεγάλο σόλο του φλάουτου, που αναπαριστά την απαρχή του κόσμου κάνοντας εκτενή χρήση της φωνής (τραγουδιού) μέσα στο φλάουτο. Η εντυπωσιακή εισαγωγή του πιάνου με δυνατές συγχορδίες στην ψηλή περιοχή και κρούση των χαμηλών χορδών λειτουργεί ως το σκηνικό πάνω στο οποίο θα απλωθούν οι επόμενες ενότητες του έργου. Η δεύτερη ενότητα συνίσταται στο «Θέμα της θάλασσας» (Sea-Theme) και σε πέντε παραλλαγές (variations) που φέρουν τίτλους γεωλογικών αιώνων (Αρχαιοζωικός, Πρωτοζωϊκός, Παλαιοζωικός, Μεσοζωικός, Καινοζωικός). Στο θέμα, το βιολοντσέλο μιμείται τις κραυγές των γλάρων. Την αίσθηση του θαλασσινού τοπίου ενισχύουν τα glissandi στις χαμηλές χορδές του πιάνου, το οποίο αφενός μιμείται την αιολική άρπα (όργανο που παράγει ήχο όταν το διαπερνά ο άνεμος), αφετέρου μας μεταφέρει στον σκοτεινό βυθό της θάλασσας. Η τελευταία ενότητα (Sea-Nocturne… for the end of time) χαρακτηρίζεται από λυρισμό. Την ατμόσφαιρα ηρεμίας ενισχύει και η χρήση τεσσάρων κυμβάλων στις τονικότητες ΣΙ – ΝΤΟ# – ΡΕ# – ΦΑ#. Στις σκηνικές οδηγίες ο συνθέτης σημειώνει πως τα τρία όργανα θα πρέπει να ενισχυθούν μικροφωνικά, η σκηνή θα πρέπει να φωτίζεται από ένα βαθύ μπλε χρώμα και οι ερμηνευτές να φορούν μαύρη μάσκα που να καλύπτει τα μάτια. Αποδυναμώνοντας με αυτό τον τρόπο συμβολικά την ανθρώπινη προβολή, φωτίζονται οι σαρωτικές, απρόσωπες δυνάμεις της Φύσης (αποκτηνωμένη φύση). «Θα ήθελα να είμαι όπως οι φάλαινες, που ταξιδεύουν στους ωκεανούς δίχως να γνωρίζουν σύνορα, δίχως να ξεχωρίζουν Ανατολή και Δύση» δήλωνε χαρακτηριστικά ο Crumb μετά την εμπειρία της γνωριμίας με τον κόσμο της μεγάπτερης φάλαινας. Το «Vox Balaenae» εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του 20ού αιώνα.